Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ήταν απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν την ισχυρή ιταλική πολεμική μηχανή.
Στην πραγματικότητα, η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά (1936-41) είχε δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην προς πόλεμο προπαρασκευή της εκτιμώντας ορθά τον κίνδυνο από τις ιταλικές επεκτατικές φιλοδοξίες στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, αλλά και από την όχι φιλική στάση της Βουλγαρίας. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είχαν αναδιοργανωθεί αποτελεσματικά, εκπαιδευτεί άρτια και εξοπλιστεί κατάλληλα. Αυτό επαληθεύτηκε κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Η κατασκευή της «γραμμής Μεταξά» στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο, δεν αποτέλεσε λανθασμένη στρατηγική, όπως κρίνουν ορισμένοι συγγραφείς εκ των υστέρων. Ήταν απαραίτητη και συνετή απόφαση, η οποία κατέστησε αποτελεσματική την ελληνική άμυνα στο ευαίσθητο μέτωπο της Θράκης, όπου υπήρχε η βουλγαρική απειλή. Από τεχνικής πλευράς αποτέλεσε σημαντικό επίτευγμα τόσο για τα δεδομένα του ελληνικού κράτους όσο και για τις δυνατότητες των άλλων βαλκανικών κρατών. Τέλος, σε επίπεδο στρατηγικής προσέγγισης της επερχόμενης σύγκρουσης, η ελληνική πλευρά ήταν πεπεισμένη για το αναπόφευκτο του ελληνοϊταλικού πολέμου και είχε προετοιμαστεί από κάθε άποψη για το ενδεχόμενο αυτό, χωρίς να αιφνιδιαστεί από το ιταλικό τελεσίγραφο. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται η επιτυχία του ελληνικού στρατού στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, καθώς επρόκειτο για μία σημαντική επιτυχία, ανώτερη της αντίστασης της Φινλανδίας στην εισβολή της ΕΣΣΔ το 1939.
Η άριστη προετοιμασία του Ελληνικού Στρατού καταδείχθηκε και από την επιτυχία του συστήματος επιστράτευσης και συμπλήρωσης, αλλά και συγκρότησης μονάδων, οι οποίες προωθήθηκαν τάχιστα στην ελληνοαλβανική μεθόριο .Ο Μεταξάς λίγο πριν την έναρξη του πολέμου δεν αποδέχθηκε την εισήγηση του Παπάγου να κηρύξει γενική επιστράτευση. Μια τέτοια ενέργεια έχει πολλές δυσκολίες και επιπλέον θα έδινε μια αφορμή στους Ιταλούς. Προτίμησε την μυστική μερική επιστράτευση. Συγκεκριμένα ανέστειλε την απόλυση των οπλιτών θητείας και επιστράτευσε με φύλλα ατομικής πρόσκλησης (ΦΑΠ) το προσωπικό της 8ης Μεραρχίας Ιωαννίνων, της 9ης Μεραρχίας Κοζάνης της Φρουράς Κερκύρας και μιας Ταξιαρχία Ευζώνων. Και αυτά για να παραπλανηθεί ο Μουσολίνι ως προς τον όγκο του ελληνικού στρατού έναντι του ιταλικού. Ο Μουσολίνι φέρεται να είπε: «Ο πονηρός γέρων με εξηπάτησε».
Αποτέλεσμα της επιτυχούς επιστράτευσης και γενικής οργάνωσης ήταν η αριθμητική υπεροχή του ελληνικού στρατού στην Βόρειο Ήπειρο έναντι των Ιταλών έως την άνοιξη του 41, όταν εκδηλώθηκε η ιταλική Εαρινή Επίθεση. Συμπερασματικά το ελληνικό κράτος επέδειξε σαφώς ανώτερες ικανότητες στην αντιμετώπιση του εχθρού.
Απροθυμία του δικτατορικού καθεστώτος του Μεταξά να διεξάγει αυτόν τον πόλεμο.
Η απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου δηλαδή η σταθερή απόφαση της ελληνικής πλευράς να πολεμήσει σε περίπτωση εκδήλωσης ιταλικής επίθεσης, δεν αποτέλεσε ούτε συνέπεια της «πίεσης του ελληνικού λαού» – παράγοντας, άλλωστε, δευτερεύων σε ένα δικτατορικό καθεστώς– ούτε η υποταγή ενός απρόθυμου να πολεμήσει δικτάτορα στις αγγλικές πιέσεις. Ήταν μια λογικά υπολογισμένη στρατηγική απόφαση, η οποία είχε ληφθεί πολύ πριν το 1940, ίσως και από το 1936. Η ελληνική εξωτερική πολιτική του καθεστώτος του Μεταξά συνέχιζε την τακτική διπλωματικής και στρατιωτικής απομόνωσης της Βουλγαρίας που είχε εγκαινιαστεί το 1934 με το Σύμφωνο της Βαλκανικής Συνεννόησης και το παρεπόμενο στρατιωτικό σύμφωνο μεταξύ Ελλάδος, Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας και Τουρκίας. Επίσης τηρούσε προσεκτική στάση έναντι της ιταλικής επιθετικότητας, καθώς μάλιστα ανάλογη πολιτική κατευνασμού ακολουθούσε το ισχυρότερο ευρωπαϊκό κράτος, η Μεγάλη Βρετανία.
Η μη ορθή εκτίμηση της συμμετοχής της Αλβανίας στην επίθεση κατά της Ελλάδος.
Η Ελλάδα δέχθηκε επίθεση από το έδαφος της Βορείου Ηπείρου όχι μόνο της Ιταλίας, αλλά και της συνενωμένης κάτω από το ίδιο στέμμα Αλβανίας. Στο πλευρό του ιταλικού στρατού μαχόταν τόσο τακτικός αλβανικός στρατός συνολικής δύναμης δέκα πέντε ταγμάτων όσο και παραστρατιωτικές ομάδες, οι οποίες κατά την διάρκεια της Κατοχής ανέλαβαν την τρομοκράτηση του ελληνικού πληθυσμού της Ηπείρου και την αλλοίωση των εθνολογικών δεδομένων. Η συμμαχία αυτή ήταν γνωστή στην ελληνική κυβέρνηση. Για αυτόν τον λόγο η Αλβανία χαρακτηρίστηκε με ελληνικό Βασιλικό Διάταγμα εμπόλεμο κράτος, χαρακτηρισμός που ήρθη μόλις το 1988. Ώστε, ο πόλεμος του 1940-41 διεξήχθη κατά της Ιταλίας, της Αλβανίας και της Γερμανίας.
Το έπος του 40 παρουσιάζεται ως πόλεμος κατά του φασισμού, αν και διεξήχθη από ένα δικτατορικό καθεστώς με φασιστικά στοιχεία.
Ο μύθος αυτός προέρχεται από την βρετανική και την κομμουνιστική προπαγάνδα. Η βρετανική προπαγάνδα επεδίωκε να αποδώσει στην ελληνική πολεμική προσπάθεια έναν ιδεολογικό χαρακτήρα, δηλαδή να τον παρουσιάσει ως αγώνα κατά του φασισμού, ενώ η ελληνική κυβέρνηση του Μεταξά να τον εμφανίσει ως αγώνα κατά ενός γεωπολιτικού εχθρού, της Ιταλίας. Λόγω της προσπάθειας ευρωπαϊκής ενοποίησης και της απουσίας εδαφικών διεκδικήσεων γενικά στην Ευρώπη, έχει επικρατήσει στην ιστοριογραφική παραγωγή η αντίληψη του πολέμου του 1940 ως πολέμου κατά του φασισμού. Δηλαδή το ένα φασιστικό καθεστώς πολεμούσε το άλλο. Από τους κομμουνιστές της Ελλάδας παρατηρούμε το εξής παράδοξο. Όσο η Γερμανία ήταν σύμμαχος της ΕΣΣΔ το ΚΚΕ καλούσε τους οπαδούς του να μην πολεμήσουν. Όταν η συμμαχία αυτή έπαυσε να ισχύει, οι κομμουνιστές καλούσαν σε ιδεολογικό πόλεμο κατά του φασισμού. Με την λογική του πολέμου κατά των φασιστών θα πρέπει να υποστηρίξουμε ότι ο κυπριακός αγώνας ήταν κατά των δημοκρατών Άγγλων.
Οι αγαθές προθέσεων της Μεγάλης Βρετανίας έναντι της Ελλάδας.
Η επιμονή της Μεγάλης Βρετανίας για ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος αποτελούσε όχι τόσο συμβολή στον αγώνα των Ελλήνων, αλλά περισσότερο προπαγανδιστική ενέργεια, για να αποκατασταθεί το πληγέν κύρος της Βρετανίας, κυρίως έναντι των ΗΠΑ και της Τουρκίας. Ο ίδιος ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστων Τσώρτσιλ σε ομιλία του στις 27 Απριλίου 1941, την ημέρα που η Αθήνα κατελήφθη από τον γερμανικό στρατό, παρουσίαζε την βρετανική επέμβαση στην Ελλάδα ως ουσιαστική βοήθεια στην Ελλάδα.
Η ιταλική εισβολή στην Ελλάδα αποτέλεσε ευμενής εξέλιξη για τους βρετανικούς υπολογισμούς. Στην έκθεση του Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα Βίκτωρ φον Έρμπαχ, με ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 1940, αναφέρεται ότι η ιταλική επίθεση εξυπηρετούσε τα βρετανικά σχέδια. Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση σε βρετανικό διπλωματικό έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών από τον Ιανουάριο του 1941, όπου είναι εμφανής η προσπάθεια να συνεχίσει η Ελλάδα τον πόλεμο και να προκληθεί γερμανική επίθεση κατά του ελληνικού κράτους. Οι Βρετανοί είχαν αποστείλει από τον Νοέμβριο του 1940 στην Ελλάδα μοίρες αεροπορικών δυνάμεων, οι οποίες όμως παρέμεναν στα αεροδρόμια του Τατοΐου και της Ελευσίνας, καθώς η ελληνική ηγεσία δεν επέτρεπε την χρήση των αεροδρομίων της Βορείου Ελλάδος, αφού μία τέτοια ενέργεια θα συνιστούσε αιτία πολέμου για την γερμανική πλευρά. Συνεπώς, η βρετανική σπουδή για επιχειρησιακή δράση στην Β. Ελλάδα ουσιαστικά αποσκοπούσε να εμπλέξει την Ελλάδα στον πόλεμο κατά της Γερμανίας.
Τον Φεβρουάριο του 1941, καθώς πλέον δεν υπήρχε ο Μεταξάς, ο οποίος σε γενικές γραμμές αντιτασσόταν στην άφιξη βρετανικού εκστρατευτικού σώματος, η βρετανική πλευρά επεδίωξε τη δημιουργία ενός βαλκανικού μετώπου με τη συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδος και της Τουρκίας, ώστε να δημιουργηθεί μία εστία έντασης στην ηπειρωτική Ευρώπη κατά της Γερμανίας.
Στις 22 Φεβρουαρίου ήρθε στην Αθήνα ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν, καθώς και ο στρατηγός Άρτσιμπαλντ Ουέηβελ), επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή μαζί με το επιτελείο τους. Η κίνηση αυτή επεδίωκε να πείσει τις κυβερνήσεις των τριών κρατών να συγκροτήσουν έναν συνασπισμό κατά των Γερμανών, έναν συνασπισμό, ωστόσο, τον οποίον οι Βρετανοί δεν ήταν σε θέση να στηρίξουν με ικανοποιητικό αριθμό δυνάμεων, αφού τελικά διέθεσαν μόλις 57.000 στρατιώτες. Αλλά και όταν συμμετείχαν στις επιχειρήσεις, τον Απρίλιο του 1941, στην ηπειρωτική Ελλάδα, σκοπός τους ήταν η προβολή συμβολικής αντίστασης με την ελάχιστη δυνατή απώλεια Βρετανών στρατιωτών, δεδομένης και της επικείμενης άφιξης πρόσθετων γερμανικών δυνάμεων στο μέτωπο της βορείου Αφρικής.
Μετά την κατάρρευση της αμυντικής διάταξης στη γραμμή του ποταμού Αλιάκμονα και τον εγκλωβισμό του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στο μέτωπο της Ηπείρου, η πρωτοβουλία συνθηκολόγησης του αντιστράτηγου Γεώργιου Τσολάκογλου διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού στις 20 Απριλίου 1941 – όπως και η προγενέστερη συνθηκολόγηση του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας στις 9 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη – θεωρήθηκε από τον εμπνευστή της ότι αποτελούσε τη σωφρονέστερη επιλογή, διότι με αυτόν τον τρόπο αφενός απετράπη η διάλυση του ελληνικού στρατού αφετέρου αποφεύχθηκε – χάρις στη μεσολάβηση του Χίτλερ στις 2 Μαΐου 1941 – η αιχμαλωσία των Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών και η μεταφορά τους στη Γερμανία ή στην Ιταλία, όπως λ.χ. είχε συμβεί σε οποιαδήποτε άλλη κατεχόμενη χώρα της Ευρώπης. Οι περίπου 270.000 Έλληνες αιχμάλωτοι αφέθησαν ελεύθεροι. Σε περίπτωση μη συνθηκολόγησης και αιχμαλωσίας των Ελλήνων στρατιωτών είναι πιθανόν, ότι ελάχιστοι θα επέστρεφαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και δεν θα είχαμε αντιστασιακή δράση στην Ελλάδα επί Κατοχής, ούτε αξιόμαχο στρατός για να αντιμετωπίσει τον κομμουνιστική λαίλαπα.
Η παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων εξυπηρετούσε ουσιαστικά μόνον τους Βρετανούς, ώστε να καλυφθεί η υποχώρηση του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος με τη θυσία των τελευταίων δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού. Διαφαίνεται έτσι ότι το ευφυολόγημα ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματος των Ευρωπαίων δεν στερείτο αντικειμενικής βάσης. Άλλωστε οι ίδιοι οι απλοί Έλληνες στρατιώτες είχαν αντιληφθεί τη ματαιότητα της συνέχισης του αγώνα κατά της γερμανικής επίθεσης, η οποία εξυπηρετούσε τα βρετανικά συμφέροντα με την όσο το δυνατόν αναίμακτη απαγκίστρωση του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος από την ηπειρωτική Ελλάδα. Η συνθηκολόγηση ήταν αναπόφευκτη από στρατιωτικής άποψης καθώς οι γερμανικές μονάδες είχαν σχεδόν αποκλείσει τον ελληνικό στρατό του μετώπου της Ηπείρου, φθάνοντας στα μετόπισθέν του στο Μέτσοβο. Υπήρξε μία δύσκολη απόφαση, η οποία ήταν αντίθετη με δύο παράγοντες. Με την πολιτική βούληση για συνέχιση του αγώνα χάρη των βρετανικών συμφερόντων και με την αβάσιμη λαϊκή αίσθηση, ότι η στρατιωτική ηγεσία συνθηκολογώντας «πρόδωσε» τον αγώνα των απλών στρατιωτών, οι οποίοι όμως είχαν αρχίσει να λιποτακτούν την άνοιξη του 1941 μετά την αποδιοργάνωση των μονάδων.
Η «απελευθέρωση» της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Η Θεσσαλονίκη δεν απελευθερώθηκε από τον ΕΛΑΣ, όπως θέλουν να μας πείσουν. Οι Γερμανοί ολοκλήρωσαν το καταστροφικό τους έργο και αποχώρησαν ανενόχλητοι για να επιστρέψουν στην Πατρίδα τους, γιατί ουσιαστικά είχαν χάσει τον πόλεμο. Ο ΕΛΑΣ εισήλθε στην πόλη χωρίς να αντιμετωπίσει αντίσταση και χωρίς να αποτρέψει την ανατίναξη των λιμενικών εγκαταστάσεων, όπως σημειώνει σε άρθρο του ο καθηγητής Ιστορίας του ΑΠΘ Σπ. Σφέτας
Δημήτριος Βαλασίδης. Αξιωματικός εα- Οικονομολόγος- Συγγραφέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια σας να είναι κόσμια. Υβριστικά, ανθελληνικά και σχόλια με greeklish, θα διαγράφονται.